Πολλές περιοχές του πλανήτη αντιμετωπίζουν πιο συχνά πλέον ακραίες καιρικές συνθήκες καθώς η Γη θερμαίνεται. Οι μεγάλες βροχοπτώσεις, οι πλημμύρες, οι παράκτιες πλημμύρες εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της θάλασσας και οι κατολισθήσεις έχουν τετραπλασιαστεί.
Παράλληλα, τα ακραία θερμικά κύματα και οι ξηρασίες που καταστρέφουν τις καλλιέργειες έχουν διπλασιαστεί από το 1980 και έχουν κορυφωθεί τα τελευταία πέντε χρόνια, σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Ακαδημιών (EASAC).
Νέα δεδομένα δείχνουν ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν γίνει συχνότερα τα τελευταία 36 χρόνια, με σημαντική την αύξηση των πλημμυρών και άλλων υδρολογικών γεγονότων σε σύγκριση ακόμη και με πριν από πέντε χρόνια, σύμφωνα με την πρόσφατη δημοσίευση «Ακραία καιρικά φαινόμενα στην Ευρώπη: Προετοιμασία για το κλίμα» του EASAC, ενός σώματος αποτελούμενου από 27 Εθνικές Ακαδημίες Επιστημών στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τη Νορβηγία και την Ελβετία.
Δεδομένης της αύξησης της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων, το EASAC ζητάει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και απαιτεί από τους ηγέτες και τους υπευθύνους για τη χάραξη πολιτικής να βελτιώσουν την προσαρμοστικότητα των ευρωπαϊκών υποδομών και των κοινωνικών συστημάτων σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία, ο αριθμός των πλημμυρών και άλλων υδρολογικών γεγονότων έχει τετραπλασιαστεί από το 1980 και διπλασιάστηκε από το 2004, γεγονός που υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της προσαρμογής στις κλιματικές αλλαγές. Τα κλιματικά γεγονότα, όπως οι ακραίες θερμοκρασίες, οι ξηρασίες και οι δασικές πυρκαγιές, έχουν υπερδιπλασιαστεί από το 1980. Τα μετεωρολογικά γεγονότα, όπως οι καταιγίδες, έχουν επίσης διπλασιαστεί.
Αυτά τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν σημαντικό οικονομικό κόστος. Σύμφωνα με τα πρόσφατα ενημερωμένα στοιχεία, οι απώλειες από τις έντονες καταιγίδες στη Βόρεια Αμερική διπλασιάστηκαν από περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια το 1980 σε σχεδόν 20 δισ. δολάρια το 2015.
Η έκθεση των ευρωπαϊκών Ακαδημιών σημειώνει ότι οι μεταβολές στον ωκεανό περιλαμβάνουν την αποδυνάμωση του «Πρωτογενούς Ρεύματος Μεταφοράς Θερμότητας στον Ατλαντικό».
Αυτό το ρεύμα, γνωστό και με τα αρχικά AMOC, μεταφέρει ζεστό νερό στα βόρεια από τις τροπικές περιοχές και πιο δροσερό νερό στα νότια από τη Γριλανδία.
Πρόκειται για έναν θαλάσσιο μηχανισμό που είναι γνωστός ως «ωκεάνια ζώνη μεταφοράς», που πρακτικά ρυθμίζει το κλίμα της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης.
Οι μελέτες διαφέρουν ως προς το μέγεθος της αποδυνάμωσης και για το εάν τελικά το ρεύμα θα μπορούσε να απενεργοποιηθεί παντελώς, κάτι που οι επιστήμονες λένε ότι θα είχε καταστροφικές συνέπειες.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ταχεία αύξηση της θερμοκρασίας στην Αρκτική έχει μετατοπίσει τα περιμετρικά μοτίβα των ανέμων, επιτρέποντας στον ψυχρό, πολικό αέρα να ωθηθεί προς τα νότια.
Λόγος για τον οποίο η Βρετανία και η Ιρλανδία ήρθαν αντιμέτωπες με ρεκόρ χιονιού και έντονου κρύου στα μέσα Μαρτίου. Μια παρόμοια κατάσταση με πιο συχνά χειμωνιάτικα ξεσπάσματα κακοκαιρίας στις βορειοανατολικές ΗΠΑ συνδέεται επίσης με την ασυνήθιστη ζέστη στην Αρκτική.
Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την αλλαγή του κλίματος αυξάνονται ραγδαία και σε άλλα πυκνοκατοικημένα μέρη της Βόρειας Ευρώπης, όπου η υπερβολική θερμότητα δεν υπήρξε ιστορικά μεγάλη απειλή.
Για παράδειγμα, στο Βέλγιο, οι πόλεις θα βιώσουν επιπλέον 25 ημέρες με θερμοκρασίες 10 βαθμών Κελσίου πάνω από το επίπεδο συναγερμού μέχρι το 2050 εάν οι εκπομπές συνεχίσουν να αυξάνονται τις επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με επιστήμονες του Πανεπιστημίου Leuven στο Βέλγιο.
Εξάλλου, μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας που δημοσιεύτηκε στις 19 Μαρτίου κατέδειξε ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μεγάλα κύματα μετανάστευσης.
Εως 140 εκατ. άνθρωποι θα μπορούσαν να μετακινηθούν εσωτερικά στη Νότια Ασία, τη Λατινική Αμερική και την υποσαχάρια Αφρική μέχρι το 2050 σε μια δημογραφική μετατόπιση που θα κυριαρχούσε σε όλο τον κόσμο.
Θέλει δουλειά πολλή
Ομως, παρ’ όλα αυτά τα δεδομένα, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με την ενέργεια αυξήθηκαν στο ιστορικό υψηλό των 32,5 γιγατόνων το περασμένο έτος, μετά από μια τριετία σταθεροποίησης, λόγω της αυξημένης ενεργειακής ζήτησης και της επιβράδυνσης των βελτιώσεων της ενεργειακής απόδοσης, ανέφερε πρόσφατα ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA).
«Η σημαντική αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με την ενέργεια το 2017 μάς υποδεικνύει ότι οι σημερινές προσπάθειες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής απέχουν πολύ από το επιδιωκόμενο», δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής του IEA.
«Για παράδειγμα, σημειώθηκε δραματική επιβράδυνση του ρυθμού βελτίωσης της παγκόσμιας ενεργειακής απόδοσης, καθώς οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής εστιάστηκαν λιγότερο σε αυτόν τον τομέα», πρόσθεσε ο ίδιος.
Υπενθυμίζεται ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αποτελούν την κύρια αιτία της παγκόσμιας αύξησης της μέσης θερμοκρασίας, η οποία επιδιώκεται να περιοριστεί προκειμένου να αποφευχθούν οι πιο καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
πηγη : efsyn.gr